- Γέτᾳ
- Γέται , Γέταιmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γέτας — Γέτᾱς , Γέται masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέτα — λᾱγέτᾱ , λαγέτης masc nom/voc/acc dual (doric) λᾱγέτα , λαγέτης masc voc sg (doric) λᾱγέτᾱ , λαγέτης masc gen sg (doric aeolic) λᾱγέτα , λαγέτης masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσαγέτα — μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc nom/voc/acc dual (doric) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc voc sg (doric) μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc gen sg (doric aeolic) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγέτα — ἁ̱γέτᾱ , ἡγέτης leader masc nom/voc/acc dual (doric) ἁ̱γέτα , ἡγέτης leader masc voc sg (doric) ἁ̱γέτᾱ , ἡγέτης leader masc gen sg (doric aeolic) ἁ̱γέτα , ἡγέτης leader masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αντίπατρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Μακεδόνας (400 – 319 π.Χ.). Στρατηγός, γιος του Ιόλλα. Το 346, ο Φίλιππος B’ του ανέθεσε τις διαπραγματεύσεις ειρήνης με την Αθήνα και κατόπιν την αρχηγία του πολέμου εναντίον της Θράκης. Μετά τη μάχη της… … Dictionary of Greek
Καρακάλλας, Μάρκος Αυρήλιος Σεβήρος Αντωνίνος Βασιανός — (Marcus Aurelius Severus Antoninus Basssianus Caracalla, Λιόν 186 – Κάρρες Μεσοποταμίας 217 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (211 217). Επονομάστηκε Κ. επειδή συνήθιζε να φορά γαλατικό χιτώνα με την ίδια ονομασία. Γιος του Σεπτίμιου Σεβήρου και της… … Dictionary of Greek
κυναγέτας — κυνᾱγέτᾱς , κυνηγέτης huntsman masc acc pl (doric) κυνᾱγέτᾱς , κυνηγέτης huntsman masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέτας — λᾱγέτᾱς , λαγέτης masc acc pl (doric) λᾱγέτᾱς , λαγέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχαγέτας — λοχᾱγέτᾱς , λοχαγέτης masc acc pl λοχᾱγέτᾱς , λοχαγέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσαγέτας — μουσᾱγέτᾱς , Μουσαγέτης masc acc pl (doric) μουσᾱγέτᾱς , Μουσαγέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)